ατακτοποίητος

ατακτοποίητος
η , ο [ος , ον ]
1) неубранный, не приведённый в порядок; 2) неупорядоченный, неулаженный (о делах и т. п.); неустроенный (тж. о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ατακτοποίητος" в других словарях:

  • ατακτοποίητος — ατακτοποίητος, η, ο και αταχτοποίητος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν τακτοποιήθηκε, που βρίσκεται σε αταξία, ασυγύριστος: Το καινούριο τους σπίτι ήταν ακόμη ατακτοποίητο. 2. αυτός που δε διευθετήθηκε, δεν ξεκαθαρίστηκε: Ο λογαριασμός εκείνος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατακτοποίητος — και αταχτοποίητος, η, ο ο μη τακτοποιημένος, ο ακατάστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τακτοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Φίλιππο Α. Οικονομίδη] …   Dictionary of Greek

  • άσιαχτος — και άσιαστος και άσαστος, η, ο [σιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα») 2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος 3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι») 4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη …   Dictionary of Greek

  • αβόλευτος — η, ο [βολεύω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βολευτεί, να τακτοποιηθεί, ατακτοποίητος …   Dictionary of Greek

  • αδιάρθρωτος — η, ο (Α ἀδιάρθρωτος, ον) [διαρθρῶ] 1. αυτός που δεν διαρθρώθηκε, ασυναρμολόγητος, ατακτοποίητος, ανοργάνωτος, ασύνδετος 2. (για τον λόγο) άναρθρος, συγκεχυμένος νεοελλ. (για έμβρυα) αυτό που δεν απόκτησε ακόμη άρθρα, μέλη τού σώματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αδιάρμιστος — η, ο [διαρμίζω] ακατάστατος, ασυμμάζευτος, ασυγύριστος, ατακτοποίητος …   Dictionary of Greek

  • αδιάτακτος — και χτος, η, ο (Α ἀδιάτακτος, ον) [διατάσσω] ατακτοποίητος νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε διαταγή, που δεν τόν διέταξαν 2. ακατάστατος, ανάγωγος 3. αυτός που δεν συνετίσθηκε ή δεν είναι δυνατόν να συνετισθεί, ασύνετος, άμυαλος 4. αυτός που πέθανε… …   Dictionary of Greek

  • αδιακανόνιστος — η, ο [διακανονίζω] αυτός που δεν διακανονίστηκε λεπτομερώς, δεν διευθετήθηκε, ατακτοποίητος, αρρύθμιστος …   Dictionary of Greek

  • αδιακόσμητος — η, ο (Α ἀδιακόσμητος, ον) [διακοσμῶ] νεοελλ. αστόλιστος, ακαλλώπιστος αρχ. ατακτοποίητος, αδιευθέτητος …   Dictionary of Greek

  • αδιαρρύθμιστος — η, ο [διαρρυθμίζω] αυτός που δεν διαρρυθμίστηκε ή δεν μπορεί να διαρρυθμιστεί κατάλληλα, αμεταρρύθμιστος, ατακτοποίητος …   Dictionary of Greek

  • αδιαφέντευτος — η, ο [διαφεντεύω] 1. αυτός που δεν διαφεντεύεται, δεν εξουσιάζεται 2. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος 3. ατακτοποίητος, αδιευθέτητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»